Κυριακή 9 Μαρτίου 2014
Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα
Από τους κορυφαίους ποιητές της μεταπολεμικής γενιάς. Τον αποκάλεσαν ''ποιητή της ήττας'', μεγάλωσε και ωρίμασε μέσα στις δυσκολίες του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και του Εμφυλίου πολέμου. Εκφράζει την απογοήτευση, τους προβληματισμούς και τον πόνο μιας γενιάς που επί δεκαετίες έβλεπε μάχες, νεκρούς, φτώχεια και δυστυχία. Μέσα στα έργα του παρατηρείται μια σπαρακτική ειλικρίνεια, η συνείδηση της ευθύνης απέναντι στην Ιστορία, χωρίς πομπώδες και επιτηδευμένο ύφος καθώς και εύκολους συναισθηματισμούς. Όσο κι αν οι στίχοι του φτάνουν κάποτε στην απελπισία, στο βάθος του ορίζοντα διακρίνεται το φως ενός καλύτερου κόσμου, μιας Ελπίδας που δείχνει να μη χάνεται.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης γεννήθηκε 9 Μαρτίου 1925 στη Θεσσαλονίκη. Το σπίτι που μεγάλωσε υπάρχει ακόμα και βρίσκεται επί των οδών Μητροπολίτου Γενναδίου και Ιουστινιανού, στο κέντρο της πόλης λίγο πιο πάνω από την Αριστοτέλους. Ο πατέρας του ήταν γιατρός, με καταγωγή από το Ρούστικα του Ρεθύμνου, ερασιτέχνης φωτογράφος, με σπουδαίο πνευματικό επίπεδο και φρόντισε ώστε τα παιδιά του να λάβουν αξιόλογη μόρφωση. Φοίτησε στο Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, το οποίο βρίσκεται επί των οδών Αγίας Σοφίας και Δελμούζου, δείχνοντας την κλίση του προς τα γράμματα και τις τέχνες. Μάλιστα λέγεται, πως οι καθηγητές του εντυπωσιάστηκαν από τα κείμενά του και κάθε φορά που έγραφαν έκθεση στην τάξη του επέτρεπαν να γράφει μόνο λίγους στίχους κι έπειτα να βγαίνει στην αυλή για να παίζει.
Το πρώτο του ποίημα ''Μολών Λαβέ'' θα δημοσιευθεί τον Οκτώβριο του 1940, στην αρχή του πολέμου με τους Ιταλούς, έχει πατριωτικό ύφος και θα λάβει κολακευτικές κριτικές. Έπειτα παίρνει το θάρρος να στείλει κάποια κείμενά του στο περιοδικό ''Νέα Εστία'' στο οποίο διευθυντής ήταν ο Γρηγόριος Ξενόπουλος. Ο Ξενόπουλος ενθουσιασμένος με το νεαρό ποιητή του στέλνει γράμμα με πολύτιμες παρατηρήσεις και προτροπή για ανάλογη συνέχεια. Τα λόγια του Ξενόπουλου τον ενθουσιάζουν με αποτέλεσμα να ασχοληθεί ακόμα πιο σοβαρά με την ποίηση και αποφασίζει να συμμετάσχει στην έκδοση του περιοδικού ''Πειραϊκά Νέα'' (1942).
![]() |
Το σπίτι που γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Αναγνωστάκης |
Το φθινόπωρο του 1944 θα γραφτεί στη νεοσύστατη Ιατρική Σχολή του Α.Π.Θ. και παράλληλα συμμετέχει στην ΕΠΟΝ. Τη διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού "Ξεκίνημα", που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, πόλο συσπείρωσης των προοδευτικών νέων λογοτεχνών της πόλης και το 1945 εξέδωσε με δικά του έξοδα την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο «Εποχές». Εξαιτίας της πολιτικής του δράσης θα φυλακιστεί την περίοδο '48-'51 και το 1949 καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο σε θάνατο. Το 1951 θα δοθεί γενική αμνηστία και θα αποφυλακιστεί.
Μερικά χρόνια μετά την αποφυλάκισή του μεταναστεύει στη Βιέννη για μια διετία (1955-1956) για να λάβει την ειδικότητα του ακτινολόγου. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ασκεί το επάγγελμα του γιατρού και παράλληλα εκδίδει το περιοδικό ''Κριτική''. Υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των ''Δεκαοκτώ κειμένων'' (1970), των ''Νέων Κειμένων'' και του περιοδικού ''Η Συνέχεια'' (1973). Επίσης το βιβλιοπωλείο ''Βιβλιοθήκη'' που διατηρεί στη Χρυσοστόμου Σμύρνης, γίνεται τόπος συνάντησης καλλιτεχνών και πνευματικών ανθρώπων της εποχής.
![]() |
Ο Αναγνωστάκης στο Π.Σ.Π.Θ. |
Το 1978 αποφασίζει να μετοικίσει στην Αθήνα, εκδίδει τα ''Αντιδογματικά, άρθρα και σημειώματα'', το 1979 κυκλοφόρησε ο συγκεντρωτικός τόμος των ποιημάτων του και το 1987 το αυτοβιογραφικό ''ο ποιητής Μανούσος Φάσης''. Η δεκαετία του '70 αποτελεί το κύκνειο άσμα της πνευματικής του ενασχόλησης με την ποίηση και δηλώνει το εξής, «Στο αλλοιωμένο τοπίο της εποχής μας δεν θα ξαναγράψω», γιατί το έργο μου το ολοκλήρωσα. Επιλέγω τη σιωπή. Επειδή η ποίηση είναι έργο της νεότητας. Χρειάζεται ενθουσιασμό, αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Αυτά τα έχουν οι νέοι. Όσο μεγαλώνεις, κατέχεις καλύτερα τα μέσα σου. Γίνεσαι τεχνίτης, αλλά ένα ποίημα δεν χρειάζεται να είναι τέλειο για να είναι καλό».
Τα ποιήματα που ο Μανόλης Αναγνωστάκης άφησε πίσω του δημοσιευμένα είναι 88 και γράφτηκαν από το 1941 έως το 1971. Πολλά από τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ενώ μελοποιήθηκαν από συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος, ο Μιχάλης Γρηγορίου, ο Γιάννης Μαρκόπουλος και ο Δημήτρης Παπαδημητρίου. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986 και το 2002 με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας, ενώ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πεθαίνει στην Αθήνα το 2005 έπειτα από χρόνια καρδιοαναπνευστικά προβλήματα.
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος δήλωσε για τον Αναγνωστάκη, «Ο Αναγνωστάκης υπήρξε φίλος μου από το ‘50 μέχρι που πέθανε. Είχαμε συνδεθεί πριν το ‘50 και όταν φυλακίστηκε είχα τολμήσει να αλληλογραφώ μαζί του. Από τότε η αλληλογραφία μας συνεχίστηκε και όταν αποφυλακίστηκε και αργότερα όταν έβγαλα το περιοδικό «Διαγώνιος» δημοσίευσα μελέτη για το έργο του. Τότε πολλοί δεν τον ήξεραν ή δεν τον χώνευαν επειδή δεν ήταν ορθόδοξος κομμουνιστής. Καθιερώθηκε όμως στη γενική εκτίμηση ως ο μοναδικός αριστερός ποιητής ο οποίος δεν αναμασούσε τα άρθρα του «Ριζοσπάστη». Αξίζει όχι μόνο γιατί είχε μεγάλο ταλέντο αλλά και τα μάτια του ανοιχτά ώστε να μην αναμασά κομματικές ρετσέτες που είχαν υποδείξει οι κομματικοί του φίλοι».
Τα ποιήματά του
- Πέντε μικρὰ θέματα Ι ΙΙ ΙΙΙ IV V
- 13.12.43
- Ποιητική
- Ὁ Οὐρανός
- Νέοι τῆς Σιδῶνος
- Ἐπιτύμβιον
- Στ᾿ ἀστεῖα παίζαμε!
- Οἱ στίχοι αὐτοί
- Ἐπίλογος
- Χάρης 1944
- Θεσσαλονίκη, Μέρες τοῦ 1969 μ.Χ.
- Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος...
- Ἀπροσδιόριστη χρονολογία
- Κάθε πρωί
- Θά ῾ρθει μιὰ μέρα...
- Δρόμοι παλιοί
- Ἤτανε νέοι
- Ὅταν μιὰν ἄνοιξη
- Τὸ σκάκι
- Φοβᾶμαι...
- Ποιήματα ποὺ μᾶς διάβασε ἕνα βράδυ ὁ λοχίας Οtto V...
- Κι ἤθελε ἀκόμη...
- Μιλῶ...
- Ἐπιτάφιο
- Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε...
- Ἡ ἀπόφαση
- If...
- Ἀφιέρωση
- Προσχέδιο δοκιμίου πολιτικῆς ἀγωγῆς
- Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής...
- Τὸ πρωΐ
- Χειμώνας 1942
- Ἄτιτλο
- Fair Play
Φοβᾶμαι...
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
*Ο τίτλος του άρθρου είναι παρμένος από το ποίημα ''Κι ήθελε ακόμη''
Γιώργος Καψάλης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου