Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014
Νίκος Καζαντζάκης, η ζωή και το έργο του
Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, είμαι λέφτερος η φράση που χαράχτηκε πάνω στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη. Από τους πιο σπουδαίους Έλληνες λογοτέχνες, με έργα που διαβάζονται ακόμη και σήμερα, έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και παίζονται στο θέατρο και στον κινηματογράφο.
Ο Καζαντζάκης γεννήθηκε το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ο πατέρας του Μιχάλης έμπορος γεωργικών προϊόντων και κρασιού, αρκετές πληροφορίες παίρνουμε για εκείνον από το βιβλίο Καπετάν Μιχάλης, ήταν πολύ αυστηρός σε αντίθεση με την ευγενική παρουσία της μητέρας του, Μαρίας Χριστοδουλάκη. Ο πατέρας του διέκρινε την κλίση του μικρού Νίκου προς τα γράμματα κι αποφασίζει να το στείλει για σπουδές στη Νομική Αθηνών το 1902. Το 1906 τελειώνει τις σπουδές του κι εκδίδει το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο Η αρρώστια του αιώνος και το μυθιστόρημα Όφις και κρίνο. Το 1907 θα κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Παρίσι και θα παρακολουθήσει με πολύ ενδιαφέρον τις διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, που θα τον επηρεάσει αρκετά. Η διατριβή του έχει τον τίτλο Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας θα εκδοθεί και θα λάβει κολακευτικά σχόλια από τον ακαδημαϊκό κύκλο του Παρισιού. Το 1910 επιστρέφει στην Αθήνα και παντρεύεται κρυφά από τον πατέρα του την πρώτη του γυναίκα Γαλάτεια Αλεξίου. Το 1912 θα καταταγεί ως εθελοντής στο στρατό για τους Βαλκανικούς πολέμους και παράλληλα θα συμμετάσχει στον Εκπαιδευτικό Όμιλο, που προωθεί τη δημοτική γλώσσα έναντι της καθαρεύουσας, εκεί θα γνωρίσει τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Με το Σικελιανό αποφασίζουν να ταξιδέψουν στο Άγιο Όρος, όπου μαγεύεται από την τοποθεσία και την κατανυκτική ατμόσφαιρα. Παράλληλα μελετάει συστηματικά έργα του Δάντη και τον κρίνει ισάξιο με τους Όμηρο και Μπεργκσόν.
Tο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με στόχο τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Από την περιπέτειά του αυτή εμπνεύστηκε το μυθιστόρημά του Ο Χριστός ξανά σταυρώνεται, βιβλίο που θα του δημιουργήσει διενέξεις με την εκκλησία. Με το τέλος την θητείας του στο Υπουργείο αποφασίζει να πραγματοποιήσει ταξίδια στο εξωτερικό ως ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων. Από το 1922-26 πραγματοποιεί ταξίδια στη Βιέννη που θα γνωρίσει τα έργα του Φρόυντ και των βουδιστών , στη Γερμανία, στην Ιταλία. Το 1924 κατά την παραμονή του στην Ελλάδα θα φυλακιστεί, επειδή αναλαμβάνει την καθοδήγηση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Μετά την αποφυλάκισή του θα ταξιδέψει σε Σοβιετική Ένωση, Παλαιστίνη, Κύπρο, Ισπανία και θα πάρει συνέντευξη από το Δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα. Το τελευταίο ταξίδι για εκείνη την περίοδο θα το κάνει στην Ιταλία, όπου θα συναντηθεί με τον Μουσολίνι. Τέλος χωρίζει με την πρώτη του γυναίκα Γαλάτεια και δημιουργεί δεσμό με την Ελένη Σαμίου.
Το 1927 αποφασίζει να μετοικίσει στην Αίγινα, εκεί θα ξεκινήσει τη μετάφραση της Οδύσσειας και τη συγγραφή των εμπειριών του από τα ταξίδια που πραγματοποίησε με τον τίτλο Ταξιδεύοντας. Ο Γληνός δέχεται να παρουσιάσει στο περιοδικό του μέρος από το φιλοσοφικό του έργο Ασκητική, το οποίο θα του δημιουργήσει εκ νέου προβλήματα με την εκκλησία. Την ίδια χρονιά θα τον καλέσουν στη Σοβιετική Ένωση για τα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση, εκεί θα γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο για τη Ρωσική Επανάσταση. Στην επιστροφή του από τη Ρωσία θα συμμετάσχει σε μία εκδήλωση που διοργάνωσε ο Γληνός, όπου μιλάει με κολακευτικά λόγια για τη Σοβιετική Ένωση. Θα διωχθεί από της αρχές όμως η δίκη δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Έπειτα από αυτήν την περιπέτεια θα ταξιδέψει στην Τσεχοσλοβακία όπου θα γράψει στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba και Kapetan Elia.
Η παραμονή του στην Τσεχοσλοβακία τελειώνει και επιστρέφει στο ησυχαστήριο του, στην Αίγινα το 1931. Εκεί θα μεταφράσει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και ένα γαλλοελληνικό λεξικό. Η ανήσυχη φύση του τον οδηγεί ξανά στην Ισπανία και από εκεί στην Κίνα και την Ιαπωνία. Το 1938 θα ολοκληρώσει τη μετάφραση της Οδύσσειας σε 33.333 στίχους (τον αριθμό 3 τον θεωρούσε γούρικο αριθμό) και 24 ραψωδίες. Επίσης θα εκδώσει το μυθιστόρημά του Βραχόκηπος στην Ολλανδία και τη Χιλή. Την περίοδο της Κατοχής θα συνεργαστεί με τον καθηγητή Ιωάννη Κακριδή για τη μετάφραση της Ιλιάδας και το '43 θα ολοκληρώσει το έργο του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Το 1945 θα προσπαθήσει να μπει στην Ακαδημία της Αθήνας, όμως θα αποτύχει για δύο ψήφους. Την ίδια περίοδο θα αναλάβει πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης και θα προταθεί για το Βραβείο Νόμπελ. Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία υπήρξε και πρόεδρος, θα τον προτείνει άλλη μία φορά για το Νόμπελ και η αντίστοιχη Νορβηγική άλλες δύο, το 1952 και 1953. Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε ποτέ. Η απογοητεύσεις αυτές τον οδηγούν πάλι στο εξωτερικό, αυτή τη φορά στο Αντίμπ της Γαλλίας, εκεί θα ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφικών του έργων. Το 1953 ξεκινούν και τα πρώτα προβλήματα υγείας καθώς από μία μόλυνση χάνει το δεξί του μάτι.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ξεκινούν οι έντονες διαμάχες με την εκκλησία. Εκτός από τα βιβλία του Ο Χριστός ξανά σταυρώνεται και Ασκητική, στο στόχαστρο μπαίνουν τα βιβλία του Καπετάν Μιχάλης και Τελευταίος πειρασμός. Η Ιερά Σύνοδος ζήτησε από την Κυβέρνηση την απαγόρευση αυτών των βιβλίων καθώς και τον αφορισμό του, πράγμα που δεν έγινε, γιατί ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν αντίθετος. Το κατηγορητήριο που του απηύθυνε η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν το εξής:
1. Διά του μυθιστορήματος "Καπετάν Μιχάλης" διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού.
2. Το μυθιστόρημα "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας.
3. Ο εκδοθείς εις Γερμανίαν "Τελευταίος πειρασμός" θεωρείται βιβλίον σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε Χριστιανόν και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται όπως -πάση θυσία- αποφευχθεί η εις την Ελληνικήν μετάφρασίς του. Ειδικώτερον, αναφέρεται, ότι διά του "Τελευταίου πειρασμού" υβρίζεται το Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ότι επιδιώκεται να καταρριφθεί η θεότης Αυτού, ως και η χριστιανική ηθική. Τονίζεται, εξ άλλου, ότι με μεγάλην φαντασιοκοπίαν και αχαλίνωτον αυθαιρεσίαν, παραποιείται εις αυτό, η διδαχή του Ευαγγελίου, και ό,τι είναι γραμμένο βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού.4. Όλα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβέστατου και αντεθνικού περιεχομένου με τα ανωτέρω βιβλία».
Τα βιβλία του όμως έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό, για παράδειγμα ο Ζορμπάς θα βραβευτεί ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς στη Γαλλία το 1954. Το επόμενο έτος θα εκδώσει την Ιλιάδα και το 1956 στη Βιέννη θα του δοθεί το βραβείο Ειρήνης. Το 1957 θα ταξιδέψει στην Κίνα, από όπου θα επιστρέψει με κλονισμένη υγεία και θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο του Φράιμπουργκ. Στις 26 Οκτωβρίου του '57 θα φύγει για πάντα από τη ζωή.
Η Εκκλησία της Ελλάδας ακόμη και νεκρό δε δείχνει να το συγχωρεί και συνεχίζει τη δίωξή του, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος αρνείται να θέσει τη σορό του σε λαϊκό προσκύνημα. Η σορός του συγγραφέα μεταφέρεται στο Ηράκλειο κι έπειτα από μεγάλη λειτουργία στο ναό του Αγίου Μηνά θάβεται κοντά στα βενετσιάνικα τείχη, καθώς η εκκλησία απαγορεύει την ταφή του σε χριστιανικό νεκροταφείο.
Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά
Tο τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως με στόχο τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Από την περιπέτειά του αυτή εμπνεύστηκε το μυθιστόρημά του Ο Χριστός ξανά σταυρώνεται, βιβλίο που θα του δημιουργήσει διενέξεις με την εκκλησία. Με το τέλος την θητείας του στο Υπουργείο αποφασίζει να πραγματοποιήσει ταξίδια στο εξωτερικό ως ανταποκριτής διαφόρων εφημερίδων. Από το 1922-26 πραγματοποιεί ταξίδια στη Βιέννη που θα γνωρίσει τα έργα του Φρόυντ και των βουδιστών , στη Γερμανία, στην Ιταλία. Το 1924 κατά την παραμονή του στην Ελλάδα θα φυλακιστεί, επειδή αναλαμβάνει την καθοδήγηση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Μετά την αποφυλάκισή του θα ταξιδέψει σε Σοβιετική Ένωση, Παλαιστίνη, Κύπρο, Ισπανία και θα πάρει συνέντευξη από το Δικτάτορα Πρίμο ντε Ριβέρα. Το τελευταίο ταξίδι για εκείνη την περίοδο θα το κάνει στην Ιταλία, όπου θα συναντηθεί με τον Μουσολίνι. Τέλος χωρίζει με την πρώτη του γυναίκα Γαλάτεια και δημιουργεί δεσμό με την Ελένη Σαμίου.
Το 1927 αποφασίζει να μετοικίσει στην Αίγινα, εκεί θα ξεκινήσει τη μετάφραση της Οδύσσειας και τη συγγραφή των εμπειριών του από τα ταξίδια που πραγματοποίησε με τον τίτλο Ταξιδεύοντας. Ο Γληνός δέχεται να παρουσιάσει στο περιοδικό του μέρος από το φιλοσοφικό του έργο Ασκητική, το οποίο θα του δημιουργήσει εκ νέου προβλήματα με την εκκλησία. Την ίδια χρονιά θα τον καλέσουν στη Σοβιετική Ένωση για τα δέκα χρόνια από την Οκτωβριανή επανάσταση, εκεί θα γράψει ένα κινηματογραφικό σενάριο για τη Ρωσική Επανάσταση. Στην επιστροφή του από τη Ρωσία θα συμμετάσχει σε μία εκδήλωση που διοργάνωσε ο Γληνός, όπου μιλάει με κολακευτικά λόγια για τη Σοβιετική Ένωση. Θα διωχθεί από της αρχές όμως η δίκη δε θα πραγματοποιηθεί ποτέ. Έπειτα από αυτήν την περιπέτεια θα ταξιδέψει στην Τσεχοσλοβακία όπου θα γράψει στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba και Kapetan Elia.
Η παραμονή του στην Τσεχοσλοβακία τελειώνει και επιστρέφει στο ησυχαστήριο του, στην Αίγινα το 1931. Εκεί θα μεταφράσει τη Θεία Κωμωδία του Δάντη και ένα γαλλοελληνικό λεξικό. Η ανήσυχη φύση του τον οδηγεί ξανά στην Ισπανία και από εκεί στην Κίνα και την Ιαπωνία. Το 1938 θα ολοκληρώσει τη μετάφραση της Οδύσσειας σε 33.333 στίχους (τον αριθμό 3 τον θεωρούσε γούρικο αριθμό) και 24 ραψωδίες. Επίσης θα εκδώσει το μυθιστόρημά του Βραχόκηπος στην Ολλανδία και τη Χιλή. Την περίοδο της Κατοχής θα συνεργαστεί με τον καθηγητή Ιωάννη Κακριδή για τη μετάφραση της Ιλιάδας και το '43 θα ολοκληρώσει το έργο του Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά.
Το 1945 θα προσπαθήσει να μπει στην Ακαδημία της Αθήνας, όμως θα αποτύχει για δύο ψήφους. Την ίδια περίοδο θα αναλάβει πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης και θα προταθεί για το Βραβείο Νόμπελ. Η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών, στην οποία υπήρξε και πρόεδρος, θα τον προτείνει άλλη μία φορά για το Νόμπελ και η αντίστοιχη Νορβηγική άλλες δύο, το 1952 και 1953. Η Ακαδημία Αθηνών δεν τον πρότεινε ποτέ. Η απογοητεύσεις αυτές τον οδηγούν πάλι στο εξωτερικό, αυτή τη φορά στο Αντίμπ της Γαλλίας, εκεί θα ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος των συγγραφικών του έργων. Το 1953 ξεκινούν και τα πρώτα προβλήματα υγείας καθώς από μία μόλυνση χάνει το δεξί του μάτι.
Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ξεκινούν οι έντονες διαμάχες με την εκκλησία. Εκτός από τα βιβλία του Ο Χριστός ξανά σταυρώνεται και Ασκητική, στο στόχαστρο μπαίνουν τα βιβλία του Καπετάν Μιχάλης και Τελευταίος πειρασμός. Η Ιερά Σύνοδος ζήτησε από την Κυβέρνηση την απαγόρευση αυτών των βιβλίων καθώς και τον αφορισμό του, πράγμα που δεν έγινε, γιατί ο Οικουμενικός Πατριάρχης ήταν αντίθετος. Το κατηγορητήριο που του απηύθυνε η Εκκλησία της Ελλάδος ήταν το εξής:
1. Διά του μυθιστορήματος "Καπετάν Μιχάλης" διασύρεται η Εκκλησία, διαπομπεύονται οι ιεροί αυτής θεσμοί και καθυβρίζεται το τριαδικόν του Θεού.
2. Το μυθιστόρημα "Ο Χριστός ξανασταυρώνεται", εκτός του παραδόξου και ασεβούς τίτλου του, περιέχει διάθεσιν ασεβούς χρησιμοποιήσεως ιστορικών αληθειών του Ευαγγελίου. Εξ άλλου, διά του βιβλίου τούτου γίνεται διδασκαλία σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών θεωριών και περιυβρίζονται οι ποιμένες της Εκκλησίας.
3. Ο εκδοθείς εις Γερμανίαν "Τελευταίος πειρασμός" θεωρείται βιβλίον σκανδαλώδες και επικίνδυνον διά κάθε Χριστιανόν και, ως εκ τούτου, επιβάλλεται όπως -πάση θυσία- αποφευχθεί η εις την Ελληνικήν μετάφρασίς του. Ειδικώτερον, αναφέρεται, ότι διά του "Τελευταίου πειρασμού" υβρίζεται το Θεανδρικό πρόσωπο του Χριστού, ότι επιδιώκεται να καταρριφθεί η θεότης Αυτού, ως και η χριστιανική ηθική. Τονίζεται, εξ άλλου, ότι με μεγάλην φαντασιοκοπίαν και αχαλίνωτον αυθαιρεσίαν, παραποιείται εις αυτό, η διδαχή του Ευαγγελίου, και ό,τι είναι γραμμένο βάσει των θεωριών του Φρόυντ και του ιστορικού υλισμού.4. Όλα τα εκδοθέντα έργα του Καζαντζάκη είναι του αυτού ασεβέστατου και αντεθνικού περιεχομένου με τα ανωτέρω βιβλία».
Τα βιβλία του όμως έχουν μεγάλη απήχηση στο κοινό, για παράδειγμα ο Ζορμπάς θα βραβευτεί ως το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς στη Γαλλία το 1954. Το επόμενο έτος θα εκδώσει την Ιλιάδα και το 1956 στη Βιέννη θα του δοθεί το βραβείο Ειρήνης. Το 1957 θα ταξιδέψει στην Κίνα, από όπου θα επιστρέψει με κλονισμένη υγεία και θα νοσηλευτεί στο νοσοκομείο του Φράιμπουργκ. Στις 26 Οκτωβρίου του '57 θα φύγει για πάντα από τη ζωή.
Η Εκκλησία της Ελλάδας ακόμη και νεκρό δε δείχνει να το συγχωρεί και συνεχίζει τη δίωξή του, καθώς ο Αρχιεπίσκοπος αρνείται να θέσει τη σορό του σε λαϊκό προσκύνημα. Η σορός του συγγραφέα μεταφέρεται στο Ηράκλειο κι έπειτα από μεγάλη λειτουργία στο ναό του Αγίου Μηνά θάβεται κοντά στα βενετσιάνικα τείχη, καθώς η εκκλησία απαγορεύει την ταφή του σε χριστιανικό νεκροταφείο.
Ό,τι δεν συνέβη ποτέ, είναι ό,τι δεν ποθήσαμε αρκετά
Γιώργος Καψάλης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου