Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2014
ΟΣΕΣ ΚΙ ΑΝ ΧΤΙΖΟΥΝ ΦΥΛΑΚΕΣ…: ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΝΘΩΠΩΝ
Του κ. Αλεξάνδρου κόντεψε να του 'ρθει κόλπος. Βάρεσε τα κουδούνια μπήκε
μέσα η γραμματέας «ένα ποτήρι νερό» ψιθύρισε. Πήρε δύο χάπια και τα κατέβασε …
«Για ποιον δουλεύω εγώ όλη μέρα; Μπορείς να..» «Μπαμπά κατάλαβε το έχουμε διαφορετικές αξίες » Που να καταλάβει ο
έρμος ο Αλεξάνδρου ; Που όλα του τα χρόνια κυνηγούσε ευκαιρίες για πλούτο και
δύναμη και έχασε τη ζωή του;
Μόλις τελείωσε την ακαδημία με άριστα, θέλανε να τη
στείλουν δασκάλα στο εξωτερικό. Η Ισμήνη πάλι σίγουρη : "Να μου λείπει. Αν
μπορείτε να μου κάνετε μια χάρη , θα τη δεχτώ ευχαρίστως, παρακαλώ
στείλτε με δασκάλα στο χωριό μου"
Ο διευθυντής έμεινε άναυδος "Μα ένα τόσο εξαιρετικό μυαλό να
θαφτεί σε ένα χωριουδάκι; Μήπως έχετε συναισθηματικά προβλήματα; καμιά
απογοήτευση;"
Η Ισμήνη χαμογέλασε. "Γιατί σας φαίνεται παράξενο που θέλω να διδάξω
τα παιδάκια του χωριού μου από το κάθομαι σε κάποια καρέκλα υπηρεσίας;"
Όταν λοιπόν διορίστηκε δασκάλα στο σχολείο, δεν χρειάστηκε και πολύ
να της βρούνε κάποια κουσούρια . Άλλωστε η Ισμήνη έλεγε «τα σύκα σύκα και τη σκάφη
σκάφη» . Μα εκείνο που τους τάραξε περισσότερο και τους έπεισε πως ήταν
επικίνδυνη και πως θα έπρεπε να φύγει ήταν πως τα παιδιά ήταν τόσο ευτυχισμένα
λες και δεν υπήρχε σχολειό. Γιατί παιδιά που ξυπνούσανε χαρούμενα πρωί πρωί για
να πάνε στο σχολείο και γύριζαν το βράδυ σαν κουρασμένα κουταβάκια που παίζανε
στο γρασίδι δεν είχαν ξανά φανεί τουλάχιστον στο χωριό τους. Σε ένα χωριό που
το έξω ήταν ο παράδεισος και η σχολική αίθουσα η φυλακή. Τώρα τα παιδιά
έτρεχαν προς την ελευθερία , δεν πάλευαν με τη γνώση που τους έκλεινε σε
τοίχους και τα έκανε δυστυχισμένα. Κάθε φορά που ο καιρός
ήταν καλός τρέχανε στα περιβόλια ή στη θάλασσα. Η Ισμήνη δεν μετέδιδε τη γνώση
στα παιδιά σαν να τους καρφίτσωνε σημαιάκια στον εγκέφαλο αλλά μέσα από τη χαρά
του παιχνιδιού της περιπέτειας ,της περιέργειας, της περιπλάνησης της φαντασίας
.
Αυτό λοιπόν τα παράξενο γεγονός: να τρέχουν τα παιδιά με χαρά στο σχολείο.
Να παίζουν τους σκασμού, και να έχουν και καλούς βαθμούς, χωρίς αμφιβολία
ήταν αρκετό για να αμφισβητήσει την τάξη του κόσμου. Έτσι με διάφορους τρόπους
και κατάφεραν και ένα πρωί το βαπόρι, της έφερε το γράμμα της απόλυσής
της
Το επόμενο πρωί η Ισμήνη ξύπνησε από το σαματά που σήκωνε όλο το χωριό. Τα
παιδιά δεν βγαίναν από τα κρεβάτια τους για να πάνε στο σχολείο, ούτε
άνοιγαν το στόμα τους για φαΐ και νερό ..Οι γονείς, που όσον
καιρό ήταν δασκάλα η Ισμήνη είχαν ξεχάσει να τα δέρνουν, μιας και τα παιδιά
ήταν ευτυχισμένα και τώρα δεν ξέραν τι να κάνουν. Αμήχανοι και τρομαγμένοι τα
φοβέριζαν τα καλόπιαναν.. Τίποτα εκείνα μιλιά …Έμαθαν και από στόμα σε
στόμα όλοι τους , ότι ήταν γενικό το κακό και κάποια επιδημία χτύπησε τα
παιδιά…Ήρθε ο νομάρχης με κλιμάκιο γιατρών και νοσοκόμων εξέτασαν τα παιδιά.
Τίποτα..Ευτυχώς στην αποστολή ήταν και ένας μάγκας ψυχίατρος από αυτούς που πιο
πολύ αγαπάνε και σκέφτονται παρά διαβάζουν.. Ρωτάει λοιπόν , μήπως
τελευταία συνέβη κάποιο περιστατικό που είχε σχέση με όλα τα παιδιά… Μόλις
πληροφορήθηκε για τη δασκάλα η λύση ήταν μονόδρομος.
Τη άλλη μέρα το πρωί ο ντελάλης : Ακούσατεεεε! ακούσατε! μεγάλοι και
μικροί! Αύριο πρωί η κυρα δασκάλα μας... η Ισμήνη θα βρίσκεται στο ίδιο
μέρος ...Στο σκολειό!
Πριν καλά καλά ακόμα φέξει όλα τα παιδιά και τα πιτσιρίκια του χωριού
πετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και έτρεξαν χαρούμενα στο σχολείο
Έτσι τέλειωσε η "επιδημία…"
ΑΜΕΛΙ
Η ιστορία είναι «διασκευή»
από το βιβλίο του Χ. Μίσσιου «Το κλειδί είναι κάτω απ’το γεράνι»
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου