Δευτέρα 7 Απριλίου 2014
Γερμανική εισβολή 74 χρόνια μετά.....
![]() |
Το πολεμικό ανακοινωθέν, Εφημερίδα Ακρόπολις 6/4/1941 |
Μια μέρα σαν τη σημερινή, 5.30 τα ξημερώματα, η γερμανική στρατιά προσβάλει τα βόρεια σύνορα της Ελλάδας και ουσιαστικά την προσαρτεί στην αυτοκρατορία της. Ο ελληνικός ηρωισμός εξυμνείται από τους εχθρούς που παρόλη την υπεροπλία τους σε έμψυχο και άψυχο υλικό με δυσκολία κάμπτουν το ελληνικό εμπόδιο. Παρά το γεγονός πως οι Έλληνες στρατιώτες μάχονται με πείσμα και αυταπάρνηση, κάποιοι άλλοι με τη γνωστή πρόφαση της σωτηρίας της πατρίδας συνθηκολογούν και υπογράφουν την καταδίκη της χώρας στη σκλαβιά και την εξαθλίωση. Ακριβώς το ίδιο έγινε και πριν μερικά χρόνια όταν ο Γ. Παπανδρέου με φόντο τις βαρκούλες στο Καστελόριζο μας έβαζε στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο εγκαινιάζοντας άλλη μια περίοδο σκλαβιάς, αβεβαιότητας και εξαθλίωσης. Πάντα για το καλό τις πατρίδας.
Αντιμετωπίζουν όλοι όμως τα ίδια προβλήματα; όχι βέβαια! Άλλωστε στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται! Ας δούμε πως οι προνομιούχοι και οι εθνοσωτήρες αντιμετώπισαν την επερχόμενη γερμανική - και όχι μόνο- κατοχή και πως ο απλός λαός.
Αμβρόσιος Πλυτάς, δήμαρχος Αθηναίων, «Συνιστώ εις τον αθηναϊκόν λαόν ζωηρώς πειθαρχίαν εις τας διαταγάς των αρχών. Ιδιαιτέρως δε επιμένω όπως κατανοηθή καλώς υπό πάντων ότι μέχρι της 6ης απογευματινής της σήμερον πρέπει να παραδοθούν εις τα οικεία αστυνομικά τμήματα τα υπό των ιδιωτών κατεχόμενα όπλα (κυνηγετικά, στρατιωτικά, πιστόλια και μαχαίρια), πλην των παλαιών οικογενειακών κειμηλίων. Όπου υψούται ελληνική σημαία πρέπει δεξιά της να υψούται και η γερμανική»
Ο ναύαρχος Σακελλαρίου γράφει για την απομάκρυνση του βασιλικού ζεύγους, της ελληνικής κυβερνήσεως καθώς και τον παρατρεχάμενών τους, «άπαντες οι υπουργοί, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και μερικοί κρατικοί επίσημοι και μη λειτουργοί, οι πλείστοι με τας οικογενείας των- γυναίκες, τέκνα, πενθερές, κουβερνάντες- και τας αποσκευάς των- μπαούλα, βαλίτσες και τουαλέτες, τσάντες με ρουχισμό, μερικοί με παιχνίδια των παιδιών των και κάποιοι με τα χρυσαφικά των. Ο Βασιλεύς και ο κ. Τσουδερός ανεχώρησαν αεροπορικώς περί τα ξημερώματα της 23ης Απριλίου, αφού αφήκαν και από μίαν προκήρυξιν προς τον Λαόν διά να του εξηγήσουν την προς την Κρήτην απομάκρυσίν των. Φαίνεται όμως ότι η θέα τοσούτον ασυνηθίστου διά πολεμικά πλοία φορτίου, και δη εν καιρώ πολέμου, εξηρέθισε τα πληρώματα εις τοιούτον βαθμόν, ώστε εις την Σούδαν εξεδηλώθη μικρά στάσις επί του «Βασίλισσα Ολγα», του προσωπικού απαιτήσαντος να μην επιβή κανείς πλέον. Αντιλαμβάνεται ο καθείς την ψυχολογία όλων αυτών των αξιωματικών, υπαξιωματικών και ναυτών που κανένας τους δεν εγνώριζε πού και πώς άφηναν τα σπίτια τους, όταν έβλεπαν ότι υπήρχαν προνομιούχοι Ελληνες και Ελληνίδες ή Ελληνόπουλα που μπορούσαν ανέτως να μεταφέρονται με τα πολύτιμα των υπαρχόντων των προς άλλας ασφαλείς κατευθύνσεις μέχρις ότου παρέλθει η συμφορά ή όταν έβλεπαν ότι η οικογένεια του Πρωθυπουργού της Ελλάδος συνωδεύετο και από το απαραίτητο σκυλάκι της, χωρίς τη συντροφιά του οποίου φαίνεται ότι δεν ήτο δυνατόν να σωθεί η Ελλάς»
Ο έφεδρος πλοίαρχος Πετρόπουλος περιγράφει, «Μου έκανε εντύπωσι και ένα άλλο θέαμα, που με επηρέασε κατά κάποιο ποσοστό για να μη φύγω από την Ελλάδα: Μεταξύ των Ελλήνων ιδιωτών επιβατών ήταν κι ένα ζευγάρι- όχι πρώτης νεότητος- που το συνόδευε η μητέρα της συζύγου. Η ηλικιωμένη πεθερά κρατούσε ένα βαλιτσάκι που, όπως επρόδιδαν οι μεταξύ των τριών τους κουβέντες, περιείχε τα τιμαλφή της οικογενείας. Χωρίς να θέλω με κατέλαβε αηδία από το γεγονός, ότι δε διαθέταμε τα πλοία για να σώσουμε έστω και λίγους στρατιώτες μας από τις χιτλερικές ορδές, αλλά καταλαμβανόταν η πολύτιμη χωρητικότης για να δοθεί ευκαιρία στα μπιζού και στα εξαντλημένα σαρκία της ευπόρου οικογενείας… να… συνεχίσουν και εκτός της Ελλάδος τον αγώνα κατά του κατακτητού!»
![]() |
Ο Λοχίας Ίτσιος και ο Στρατηγός Σόρνερ |
Την ίδια στιγμή που η ηγεσία και η πλουτοκρατία της χώρας ετοίμαζε τα μπαγάζια της για το εξωτερικό, οι Έλληνες στρατιώτες πολεμούσαν μέχρι να τους τελειώσουν οι σφαίρες τους. Χαρακτηριστική είναι η ιστορία του έφεδρου Λοχία Δημήτρη Ίτσιου, που ήταν επικεφαλής στο πολυβολείο Π8 στην πλαγιά Μπέλες, πάνω από τα Άνω Πορρόια Σερρών. Παρόλο που ήταν μόνος με άλλους πέντε φαντάρους, αναγκάστηκε να παραδοθεί μόνο όταν του τελείωσαν τα πυρομαχικά. Οι Γερμανοί μέχρι να τον αφοπλίσουν θυσίασαν έναν αντισυνταγματάρχη και 230 φαντάρους. Ακολουθεί ο διάλογος του Ίτσιου με τον στρατηγό Σόρνερ, έπειτα από την παράδοσή του:
Στρατηγός Σόρνερ: Που είναι ο αξιωματικός σου;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής
Στρατηγός Σόρνερ: εσύ;
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: ναι
Στρατηγός Σόρνερ: συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου
Λοχίας Δημήτρης Ίτσιος: έκανα το καθήκον μου
Στρατηγός Σόρνερ: και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.
Η ιστορία είναι ελάχιστα γνωστή, προφανώς επισκιάστηκε από πιο γοητευτικές προσωπικότητες σαν αυτή του Μεταξά.
Σήμερα στη νεο-Γερμανική κατοχή, οι κατακτητές και οι ντόπιοι συνεργάτες-Σαμαράς, Βενιζέλος, Γεωργιάδης, Κασιδιάρης- τους ζητούν νέες θυσίες από τους απλούς πολίτες, την ώρα που οι ίδιοι έχουν εξασφαλίσει τα χρήματά τους στο εξωτερικό και στις διάφορες offshore εταιρίες τους, αδιαφορώντας για τη φτώχεια, την ανεργία, τις αυτοκτονίες που ουσιαστικά οι ίδιοι έχουν προκαλέσει. Σου επιρρίπτουν όμως βαρύτατες ευθύνες και σε ενοχοποιούν με φράσεις του τύπου ''Μαζί τα φάγαμε".
Γιώργος Καψάλης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου