Παρασκευή 25 Απριλίου 2014
Ένας ιδανικός αυτόχειρας
Ποιητής, πεζογράφος, σκιτσογράφος, μουσικός και μεταφραστής είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που θα μπορούσαν να δοθούν στο λογοτέχνη του ''Μεσοπολέμου'' Ναπολέων Λαπαθιώτη, που έζησε σύμφωνα με το ''αισθητικώς ζην'' σε μια εποχή με πλούσια ιστορικά και πολιτικά γεγονότα.
Η ζωή του
Γεννημένος στην πλατεία των Αγίων Θεοδώρων τον Οκτώβριο του 1888, γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας με πατέρα ανώτατο αξιωματικό του ελληνικού στρατού και αργότερα πολιτικό. Η μητέρα του θεωρούνταν από τις πιο πλούσιες και όμορφες κοπέλες της εποχής και ήταν ανιψιά του Χαρίλαου Τρικούπη. Οι γονείς του φρόντισαν να του παρέχουν σπουδαία μόρφωση. Γνώριζε πολύ καλά Αγγλικά, Γαλλικά, Ιταλικά και παρακολούθησε μαθήματα πιάνου και ζωγραφικής. Το 1905 θα γραφτεί στη Νομική Σχολή, από την οποία αποφοιτά χωρίς όμως να εξασκήσει ποτέ το επάγγελμα του δικηγόρου.
Ζει έντονα την πολιτική κατάσταση της εποχής κυρίως λόγω της ιδιότητας του πατέρα του, ο οποίος μετά το κίνημα στο Γουδί ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών. Με την έλευση του Βενιζέλου η γαλήνη της οικογένειας θα διαταραχθεί, καθώς ο πατέρας του είναι αντίθετος με τις ενέργειες της κυβέρνησης Βενιζέλου και φυλακίζεται δύο φορές. Το ξέσπασμα του 'Α Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα ο Εθνικός Διχασμός τον βρίσκει ως διερμηνέα-ανθυπολοχαγό στο γραφείο του πατέρα του, ο οποίος είναι πλέον στο πλευρό του Βενιζέλου. Ακολουθεί τον πατέρα του στα ταξίδια του και σε ένα από αυτά, στην Αίγυπτο το 1917, γνωρίζει τον Καβάφη.
Ζει έντονα την πολιτική κατάσταση της εποχής κυρίως λόγω της ιδιότητας του πατέρα του, ο οποίος μετά το κίνημα στο Γουδί ορκίζεται υπουργός Στρατιωτικών. Με την έλευση του Βενιζέλου η γαλήνη της οικογένειας θα διαταραχθεί, καθώς ο πατέρας του είναι αντίθετος με τις ενέργειες της κυβέρνησης Βενιζέλου και φυλακίζεται δύο φορές. Το ξέσπασμα του 'Α Παγκοσμίου Πολέμου και μετέπειτα ο Εθνικός Διχασμός τον βρίσκει ως διερμηνέα-ανθυπολοχαγό στο γραφείο του πατέρα του, ο οποίος είναι πλέον στο πλευρό του Βενιζέλου. Ακολουθεί τον πατέρα του στα ταξίδια του και σε ένα από αυτά, στην Αίγυπτο το 1917, γνωρίζει τον Καβάφη.
Επιστρέφοντας στην Αθήνα ξεκινάει μια ζωή με συνεχή ξενύχτια και καταχρήσεις. Βιοποριστικό πρόβλημα δεν αντιμετώπιζε, αφού η οικογένειά του είχε τη δυνατότητα να το συντηρεί. Εν τέλει οι άσχημες πολιτικές και οικονομικές συγκυρίες, ο θάνατος των γονιών του και η χρόνια χρήση ναρκωτικών ουσιών τον οδήγησαν στην κατάρρευση και στο θάνατο τον Ιανουάριο του 1944.
Το έργο του
Όσο ζούσε εξέδωσε μόνο μία ποιητική συλλογή, το 1939, με την ονομασία ''Ποιήματα''. Το υπόλοιπο έργο του βρίσκεται διασκορπισμένο σε εφημερίδες και περιοδικά. Έχουν εντοπισθεί, περίπου εκατό διηγήματα, που γράφτηκαν από το 1908 έως και το 1923 στα περιοδικά ''Παναθήναια'', ''Ελλάς'', ''Διάπλαση των Παίδων'', ''Νουμάς'', ''Μπουκέτο'' και ''Νέοι Βωμοί''. Μάλιστα, στα περιοδικά ''Μπουκέτο'' και ''Νέα Εστία'' δημοσίευσε γύρω στα 61 ποιήματα, 52 διηγήματα και 18 πεζοτράγουδα.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική, σύμφωνα με τη μουσικολόγο Σοφία Σπανούδη έγραψε 154 συνθέσεις, που συνόδευαν τα ποιήματα του. Έπειτα από προσωπική έρευνα και εργασία του λογοτέχνη Άρη Δικταίου, συγκεντρώθηκαν αρκετά ποιήματά του και εκδόθηκαν με τίτλο ''Τα ευρισκόμενα''. Τέλος, αρέσκονταν ιδιαίτερα να εκφράζεται μέσα από τη ζωγραφική και κυρίως από τη σκιτσογραφία.
Πολιτικές απόψεις και κοινωνική ζωή
Ο πατέρας του Λαπαθιώτη ήταν αξιωματικός του πυροβολικού, συμμετείχε ενεργά στις αντιτρικουπικές διαδηλώσεις και ήταν μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ήταν αντίθετος με την πολιτική του Βενιζέλου, παρόλα αυτά τον ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη και στήριξε τη γαλλόφιλη πολιτική του. Ο νεαρός τότε Λαπαθιώτης επηρεασμένος από το κοντινό του περιβάλλον, ο Βενιζέλος μάλιστα δηλώνει λάτρης των ποιημάτων του, δείχνει συμπάθεια στο γαλλικό τρόπο σκέψης. Με αποτέλεσμα στις 12.12.1916 να δημοσιεύσει στη φιλοβενιζελική εφημερίδα ''Ριζοσπάστης'' το σονέτο ''Κραυγή'', το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά.
Η πολιτική κατάσταση αλλάζει, η ''μεγάλη ιδέα'' ξεθωριάζει, οι συνέπειες του 'Α Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας είναι πιο εμφανείς από ποτέ. Το σύστημα που φερόταν πως υποστήριζε δεν έχει να του προσφέρει απολύτως τίποτα. Αποφασίζει να στραφεί προς την κομμουνιστική θεωρία και το εκφράζει μέσα από το δοκίμιο ''Ημερολόγιο'', το 1928. Την ίδια χρονιά στέλνει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο και του ζητά να τον διαγράψει από ''τας δέλτους της Ορθοδοξίας'', αφού ουσιαστικά με τη ζωή και το έργο του είχε αποσχιστεί. Από τότε έως και το τέλος της ζωής του θα ταχθεί υπέρ του κομμουνισμού (1932 ποίημα ''Τραγούδι για το ξέσπασμα του προλεταριάτου'', το 1943 λίγο πριν το θάνατό του παραδίδει όλα τα όπλα του πατέρα του στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων).
"Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ' αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και την αποκτήνωση" (γράφτηκε στις 23.11.1932).
Η κοινωνική του ζωή απασχόλησε αρκετές φορές τον Τύπο και τους καλλιτεχνικούς κύκλους. Από το 1914 και μετά αποφασίζει να κυκλοφορεί μόνο τη νύχτα, γι'αυτό και τον αποκαλούσαν ''Νυχτερίδα''!
Οι εκκεντρικές του εμφανίσεις σκανδάλιζαν τη συντηρητική κοινωνία των Αθηνών που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις συναναστροφές του, όπως και τη ροπή του προς το ποτό και τα ναρκωτικά. Η εφημερίδα ''Νέα Ελλάδα'' έγραψε το Μάιο του 1914 για τις επισκέψεις του ποιητή στα διάφορα χασισοποτεία. Διακηρυγμένος ομοφυλόφιλος καθώς ήταν μπήκε πολλές φορές στο στόχαστρο των συντηρητικών κύκλων. Ο ίδιος ήταν υπερήφανος για την επιλογή του και την υποστήριζε με πάθος, μη ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, εποχή καταπίεσης ακόμα και των γυναικών. Στο περιοδικό ''Μπουκέτο" έγραψε μια ημιτελή αυτοβιογραφία που φτάνει έως και το 1917, με τον τίτλο ''Η Ζωή μου'', εκεί γράφει για την ομοφυλοφιλία του, «...Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάποιες έντονες συμπάθειες (προς το θήλυ), αλλά στην ακαθόριστη εκείνη ηλικία, τη μεταβατική, συμβαίνουν τέτοιες προσωρινές διαστροφές...». Άν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ΄απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου, τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Κ΄άλλοι ας νομίζουν ό,τι θέλουν!
Για αυτές του τις επιλογές ήρθε σε κόντρα με τον οικογενειακό του φίλο Μίτια Καραγάτση, οποίος δήλωσε, πως επέλεξε να γράφει με με ψευδώνυμο και όχι με το οικογενειακό του όνομα, είπε ότι αναγκάστηκε να αλλάξει επώνυμο επειδή ο πατέρας του φοβόταν ότι, εάν το παιδί του γινόταν συγγραφέας, κινδύνευε να γίνει όπως ο γιος ενός φίλου του, στρατηγού, που ήταν ''αιρετικός σε άλλες κοινωνικές του εκδηλώσεις''. Το σχόλιο αυτό ενόχλησε τον Λαπαθιώτη που κατηγόρησε τον Kαραγάτση για παραποίηση των γεγονότων με σκοπό την αυτοπροβολή.
Λογοτεχνικές κόντρες
Τα ποιήματά του κατά καιρούς σήκωναν θύελλα αντιδράσεων και ήταν αρκετές φορές στο επίκεντρο των συζητήσεων. Η αρχή έγινε το 1910 με το ποίημα ''Κι έπινα μεσ' απ' τα χείλη σου'', που το περιεχόμενό του ερέθισε τον κριτικό Σπύρο Μελά και τον χρονογράφο Γιώργο Τσοκόπουλο και αμφότεροι ζήτησαν την επέμβαση του εισαγγελέα. Ο Λαπαθιώτης λέγεται πως περνούσε συχνά από την εφημερίδα που δούλευε ο Μελάς και του άφηνε ειρωνικά σημειώματα.
Το 1914 γράφει στο ''Νουμά'' το περίφημο ''Μανιφέστο'' που καταδικάζει το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής και ζητά από τους νεώτερους να συνεργαστούν ''στο γκρέμισμα των ψεύτικων ειδωλίων που κυριαρχούν''.
Το 1924 συμμετείχε στην ομάδα των "Φίλων του Καβάφη'', στη διαμάχη του Αλεξανδρινού ποιητή με τον Παλαμά, προσυπέγραψε διαμαρτυρία διανοουμένων υπέρ του, τον υποστήριξε με άρθρα του στις εφημερίδες και στα περιοδικά, ενώ πρωτοστάτησε στην έκδοση του αφιερώματος για τον Καβάφη, από το περιοδικό ''Νέα Τέχνη''. Τέλος, με γράμμα του στην εφημερίδα ''Έθνος'' στις 10.4.1924 απάντησε στο υποτιμητικό για τον Καβάφη χρονογράφημα του Π. Ταγκόπουλου με τον τίτλο ''Καβαφισμός'' (εφημερίδα ''Έθνος'', 8.4.1924) και αντέκρουσε έμμεσα με το άρθρο του ''Παλινωδία'' τις κριτικές που γράφτηκαν κατά καιρούς για τον Αλεξανδρινό ομότεχνό του.
Σε μία συνέντευξή του στο φίλο του Γιώργο Περαστικό, το 1938, καταχωρείται το ποίημα ''Επεισόδιο'', το οποίο η λογοκρισία της 4ης Αυγούστου κρίνει ακατάλληλο. Με επιστολή του ο Λαπαθιώτης αλλάζει τον τελευταίο στίχο.
Το τέλος του
Η αντίστροφη μέτρηση για τον ποιητή ξεκινάει από τότε που χάνει τη μητέρα του, στην οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. Λίγα χρόνια αργότερα χάνει και τον πατέρα του. Η γερμανική κατοχή τον βρίσκει ολομόναχο, πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τα ναρκωτικά. Για να επιβιώσει ξεπουλάει τη βιβλιοθήκη και το πιάνο του. Ο φίλος του Γιώργος Τσουκαλάς διηγείται τις τελευταίες μέρες του : ''Σ’ εκείνα τα φριχτά χρόνια της Κατοχής ανταμωθήκαμε κάποτε τυχαία με τον Λαπαθιώτη, που είχαμε καιρό να ιδωθούμε. Ήτανε σα να είχε χαμένα τα νερά του. Μου παραπονέθηκε για τις δυσκολίες που συναντούσε, για τα βιβλία του, που είχε αναγκαστεί ν’ αρχίσει να τα ξεπουλάει, για το Μήτσο τον Παπανικολάου, που είχε αναλάβει αυτή την εκποίηση και που, στο τέλος, του τα πουλούσε χωρίς να του πηγαίνει ούτε δραχμή, γιατί η ηρωίνη είχε ακριβύνει φοβερά.
Αγαπούσε ιδιαίτερα τη μουσική, σύμφωνα με τη μουσικολόγο Σοφία Σπανούδη έγραψε 154 συνθέσεις, που συνόδευαν τα ποιήματα του. Έπειτα από προσωπική έρευνα και εργασία του λογοτέχνη Άρη Δικταίου, συγκεντρώθηκαν αρκετά ποιήματά του και εκδόθηκαν με τίτλο ''Τα ευρισκόμενα''. Τέλος, αρέσκονταν ιδιαίτερα να εκφράζεται μέσα από τη ζωγραφική και κυρίως από τη σκιτσογραφία.
Πολιτικές απόψεις και κοινωνική ζωή
Ο πατέρας του Λαπαθιώτη ήταν αξιωματικός του πυροβολικού, συμμετείχε ενεργά στις αντιτρικουπικές διαδηλώσεις και ήταν μέλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Ήταν αντίθετος με την πολιτική του Βενιζέλου, παρόλα αυτά τον ακολούθησε στη Θεσσαλονίκη και στήριξε τη γαλλόφιλη πολιτική του. Ο νεαρός τότε Λαπαθιώτης επηρεασμένος από το κοντινό του περιβάλλον, ο Βενιζέλος μάλιστα δηλώνει λάτρης των ποιημάτων του, δείχνει συμπάθεια στο γαλλικό τρόπο σκέψης. Με αποτέλεσμα στις 12.12.1916 να δημοσιεύσει στη φιλοβενιζελική εφημερίδα ''Ριζοσπάστης'' το σονέτο ''Κραυγή'', το οποίο μεταφράστηκε και στα γαλλικά.
Η πολιτική κατάσταση αλλάζει, η ''μεγάλη ιδέα'' ξεθωριάζει, οι συνέπειες του 'Α Παγκοσμίου Πολέμου και της Μικρασιατικής Εκστρατείας είναι πιο εμφανείς από ποτέ. Το σύστημα που φερόταν πως υποστήριζε δεν έχει να του προσφέρει απολύτως τίποτα. Αποφασίζει να στραφεί προς την κομμουνιστική θεωρία και το εκφράζει μέσα από το δοκίμιο ''Ημερολόγιο'', το 1928. Την ίδια χρονιά στέλνει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χρυσόστομο και του ζητά να τον διαγράψει από ''τας δέλτους της Ορθοδοξίας'', αφού ουσιαστικά με τη ζωή και το έργο του είχε αποσχιστεί. Από τότε έως και το τέλος της ζωής του θα ταχθεί υπέρ του κομμουνισμού (1932 ποίημα ''Τραγούδι για το ξέσπασμα του προλεταριάτου'', το 1943 λίγο πριν το θάνατό του παραδίδει όλα τα όπλα του πατέρα του στον ΕΛΑΣ Εξαρχείων).
"Η κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ' αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει στο σκοτάδι και την αποκτήνωση" (γράφτηκε στις 23.11.1932).
![]() |
Απόσπασμα από την επιστολή που έστειλε ο ποιητής στον Αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο, με την οποία ζητούσε τη διαγραφή του από το χριστιανικό ποίμνιο. |
Οι εκκεντρικές του εμφανίσεις σκανδάλιζαν τη συντηρητική κοινωνία των Αθηνών που δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις συναναστροφές του, όπως και τη ροπή του προς το ποτό και τα ναρκωτικά. Η εφημερίδα ''Νέα Ελλάδα'' έγραψε το Μάιο του 1914 για τις επισκέψεις του ποιητή στα διάφορα χασισοποτεία. Διακηρυγμένος ομοφυλόφιλος καθώς ήταν μπήκε πολλές φορές στο στόχαστρο των συντηρητικών κύκλων. Ο ίδιος ήταν υπερήφανος για την επιλογή του και την υποστήριζε με πάθος, μη ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, εποχή καταπίεσης ακόμα και των γυναικών. Στο περιοδικό ''Μπουκέτο" έγραψε μια ημιτελή αυτοβιογραφία που φτάνει έως και το 1917, με τον τίτλο ''Η Ζωή μου'', εκεί γράφει για την ομοφυλοφιλία του, «...Στα παιδικά μου χρόνια είχα κάποιες έντονες συμπάθειες (προς το θήλυ), αλλά στην ακαθόριστη εκείνη ηλικία, τη μεταβατική, συμβαίνουν τέτοιες προσωρινές διαστροφές...». Άν ποτέ μου δοθεί η ευκαιρία να γράψω την αυτοβιογραφία μου, εκείνο που πρέπει να τονίσω, πρώτο-πρώτο, είναι το εξής: ότι ποτέ, σε καμία στιγμή της ζωής μου, δεν θεώρησα ελάττωμα την υλικήν αποστροφή μου στη γυναίκα, και την έλξη μου από το ίδιο μου το φύλο. Αλλ΄απεναντίας, αυτή την ιδιότητά μου, τη θεώρησα πάντα όχι σαν αδυναμία, αλλά σαν μια ωραία και καινούργια δύναμη, μια προηγμένη και ανώτερη τάση, για την οποία ήμουν πάντα περήφανος! Κ΄άλλοι ας νομίζουν ό,τι θέλουν!
Για αυτές του τις επιλογές ήρθε σε κόντρα με τον οικογενειακό του φίλο Μίτια Καραγάτση, οποίος δήλωσε, πως επέλεξε να γράφει με με ψευδώνυμο και όχι με το οικογενειακό του όνομα, είπε ότι αναγκάστηκε να αλλάξει επώνυμο επειδή ο πατέρας του φοβόταν ότι, εάν το παιδί του γινόταν συγγραφέας, κινδύνευε να γίνει όπως ο γιος ενός φίλου του, στρατηγού, που ήταν ''αιρετικός σε άλλες κοινωνικές του εκδηλώσεις''. Το σχόλιο αυτό ενόχλησε τον Λαπαθιώτη που κατηγόρησε τον Kαραγάτση για παραποίηση των γεγονότων με σκοπό την αυτοπροβολή.
Λογοτεχνικές κόντρες
Τα ποιήματά του κατά καιρούς σήκωναν θύελλα αντιδράσεων και ήταν αρκετές φορές στο επίκεντρο των συζητήσεων. Η αρχή έγινε το 1910 με το ποίημα ''Κι έπινα μεσ' απ' τα χείλη σου'', που το περιεχόμενό του ερέθισε τον κριτικό Σπύρο Μελά και τον χρονογράφο Γιώργο Τσοκόπουλο και αμφότεροι ζήτησαν την επέμβαση του εισαγγελέα. Ο Λαπαθιώτης λέγεται πως περνούσε συχνά από την εφημερίδα που δούλευε ο Μελάς και του άφηνε ειρωνικά σημειώματα.
Το 1914 γράφει στο ''Νουμά'' το περίφημο ''Μανιφέστο'' που καταδικάζει το λογοτεχνικό κατεστημένο της εποχής και ζητά από τους νεώτερους να συνεργαστούν ''στο γκρέμισμα των ψεύτικων ειδωλίων που κυριαρχούν''.
Το 1924 συμμετείχε στην ομάδα των "Φίλων του Καβάφη'', στη διαμάχη του Αλεξανδρινού ποιητή με τον Παλαμά, προσυπέγραψε διαμαρτυρία διανοουμένων υπέρ του, τον υποστήριξε με άρθρα του στις εφημερίδες και στα περιοδικά, ενώ πρωτοστάτησε στην έκδοση του αφιερώματος για τον Καβάφη, από το περιοδικό ''Νέα Τέχνη''. Τέλος, με γράμμα του στην εφημερίδα ''Έθνος'' στις 10.4.1924 απάντησε στο υποτιμητικό για τον Καβάφη χρονογράφημα του Π. Ταγκόπουλου με τον τίτλο ''Καβαφισμός'' (εφημερίδα ''Έθνος'', 8.4.1924) και αντέκρουσε έμμεσα με το άρθρο του ''Παλινωδία'' τις κριτικές που γράφτηκαν κατά καιρούς για τον Αλεξανδρινό ομότεχνό του.
Σε μία συνέντευξή του στο φίλο του Γιώργο Περαστικό, το 1938, καταχωρείται το ποίημα ''Επεισόδιο'', το οποίο η λογοκρισία της 4ης Αυγούστου κρίνει ακατάλληλο. Με επιστολή του ο Λαπαθιώτης αλλάζει τον τελευταίο στίχο.
Το τέλος του
Η αντίστροφη μέτρηση για τον ποιητή ξεκινάει από τότε που χάνει τη μητέρα του, στην οποία έτρεφε ιδιαίτερη αδυναμία. Λίγα χρόνια αργότερα χάνει και τον πατέρα του. Η γερμανική κατοχή τον βρίσκει ολομόναχο, πάμφτωχο και εξουθενωμένο από τα ναρκωτικά. Για να επιβιώσει ξεπουλάει τη βιβλιοθήκη και το πιάνο του. Ο φίλος του Γιώργος Τσουκαλάς διηγείται τις τελευταίες μέρες του : ''Σ’ εκείνα τα φριχτά χρόνια της Κατοχής ανταμωθήκαμε κάποτε τυχαία με τον Λαπαθιώτη, που είχαμε καιρό να ιδωθούμε. Ήτανε σα να είχε χαμένα τα νερά του. Μου παραπονέθηκε για τις δυσκολίες που συναντούσε, για τα βιβλία του, που είχε αναγκαστεί ν’ αρχίσει να τα ξεπουλάει, για το Μήτσο τον Παπανικολάου, που είχε αναλάβει αυτή την εκποίηση και που, στο τέλος, του τα πουλούσε χωρίς να του πηγαίνει ούτε δραχμή, γιατί η ηρωίνη είχε ακριβύνει φοβερά.
- Και γιατί δεν με ειδοποιούσες εμένα; τον ρώτησα
- Μου διέφυγε εντελώς…, δικαιολογήθηκε.
Εμάντευα το μυστικό του δράμα. Ζήτησα να πάω την άλλη μέρα σπίτι του και με δέχτηκε στο ισόγειο, όπου είχε μεταφερθεί. Τα παράθυρα δεν άνοιγαν ποτέ, η σκόνη πάνω στα έπιπλα σχημάτιζε πραγματικό στρώμα και, καθώς ήτανε μα τις παντούφλες και χωρίς κάλτσες, πρόσεξα ότι τα πόδια του είχανε σχηματίσει λέπια από τη βρώμα, γιατί η κατάχρηση των ναρκωτικών τον έκανε ν’ αποφεύγει το νερό, αυτός που ήτανε πάντοτε ο πιο κομψός, ο πιο περιποιημένος απ’ όλους μας. Προσποιήθηκα ότι δεν έβλεπα τα ράφια με τα διαλεχτά βιβλία του, γιατί ήξερα πόσο τα’ αγαπούσε, και πήρα ένα σωρό που είχε παραπετάξει, τα πιο ασήμαντα κι απίθανα που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Του έδωσα ένα ποσό, τα ‘καμα δυο δέματα και τα πήρα μαζί μου.
Λίγες μέρες αργότερα, είχε αυτοκτονήσει''.
Στις 7 Ιανουαρίου του 1944 δίνει τέλος στη ζωή του με περίστροφο. Σύμφωνα με δική του επιθυμία, έμεινε άταφος περίπου τρεις ημέρες, για το φόβο της νεκροφάνειας. Τα έξοδα της κηδείας καλύφθηκαν από έρανο μεταξύ των φίλων του λογοτεχνών.
Την επομένη του θανάτου του, ο Παύλος Παλαιολόγος έγραψε στα ''Αθηναϊκά Νέα'', «Ο θάνατος του ποιητού Ναπολέοντα Λαπαθιώτη είναι ένα κτύπημα που δέχεται η ελληνική κοινωνία. Δεν μπορεί να υπερηφανευθή ένας τόπος όπου τα καλλιεργημένα του πνεύματα φθάνουν στον θάνατο απο ένδειαν, ενώ τα κατακάθια του τα ύποπτα και γλοιώδη υποκείμενα ανεβαίνουν στην επιφάνεια και χαίρονται τα αγαθά της ζωής. Τη στιγμή που ''οι μαύροι'' σχηματίζουν τα δισεκατομμύρια τους, ο Λαπαθιώτης για να ζήση πουλούσε το σπίτι του, πουλούσε το κτήμα του στην Πάτρα. Και τελευταία προσφορά στο βωμό της ανάγκης, παρέδωσε στην αγορά το πολυτιμότερο για έναν πνευματικό άνθρωπο αγαθό: Την βιβλιοθήκη του»!
Το σπίτι που έζησε
Η οικογένεια Λαπαθιώτη αγοράζει, το 1917, ένα αρχοντικό στα Εξάρχεια, στη συμβολή των οδών Οικονόμου 30 και Κουντουριώτου. Σύμφωνα με την αρχαιολογική υπηρεσία χτίστηκε τη δεκαετία του 1870 και αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα αστικής αρχιτεκτονικής στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Γεωργίου Α'. Ο ίδιος γράφει τις πρώτες εντυπώσεις του από το καινούριο του σπίτι, "απ' τα κεντρικά μας σπίτια να βρεθούμε σε μια ερημιά - γιατί το μέρος ήταν ερημιά, για τη μικρή πρωτεύουσα της εποχής εκείνης - μας στοίχισε παρά πολύ! Μια πρώτη μας επίσκεψη σ' αυτό μου έδωσε την εντύπωση μεγάλης καταδίκης".
Η Οικία Λαπαθιώτη κηρύχθηκε το 1984 από το Υπουργείο Πολιτισμού διατηρητέο ιστορικό και αρχιτεκτονικό μνημείο των νεότερων χρόνων.
![]() |
Η οικία Λαπαθιώτη αρχές του 20ου αιώνα |
Η οικία Λαπαθιώτη σήμερα |
Ποιήματα που μελοποιήθηκαν
Μετά το θάνατό του υπήρξαν αρκετοί συνθέτες που μελοποίησαν κάποια από τα ποιήματά του. Αρχικά ο Γιάννης Σπανός μελοποίησε το ποίημα ''Ο παλιός μας έρωτας'' και το ερμήνευσε η Αλέκα Μαβίλη στο δίσκο ''Ανθολογία Β'' το 1968. Το ίδιο ποίημα μελοποιήθηκε κι από το συγκρότημα Domenica στο δίσκο ''Ιστορίες για μικρούς και μεγάλους'' το 2004. Συμπληρωματικά αναφέρω πως το συγκεκριμένο συγκρότημα έχει μελοποιήσει το ποίημα ''Μέσα στη βουή του δρόμου'' που ανήκει στον πολύ καλό φίλο του Λαπαθιώτη, Μήτσο Παπανικολάου. Στον ίδιο δίσκο υπάρχει και το ποίημα ''Η φωνή".
Το επόμενο ποίημα που μελοποιήθηκε από αρκετούς συνθέτες ήταν το ποίημα ''Νυχτερινό ΙΙ'' ή ''Τιποτ' άλλο". Ο συνθέτης Νίκος Καρανικόλας το συνέθεσε και το ερμήνευσε ο Γιώργος Νταλάρας, στο δίσκο ''Εμείς οι Έλληνες'' το 1997. Με τον τίτλο ''Τίποτ' άλλο'' μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Σπανό και ερμηνεύτηκε από την Καίτη Χωματά στο δίσκο ''Το πρόσωπο της τρυφερότητας'' το 2001 και από τους Domenica στον ίδιο δίσκο το 2004.
Ένα από τα πιο πολυτραγουδισμένα ποιήματα του είναι το ''Στη φυλακή με κλείσανε'', το οποίο έχει μελοποιηθεί από τους Κουγιουμτζή, Μπίνη, Νικολόπουλο και έχει ερμηνευθεί από τους Νταλάρα, Λιδάκη, Σαρρή, Ορφέα Περίδη και Λιζέττα Καλημέρη.
Το 1987 ο συνθέτης Νίκος Ξυδάκης στο δίσκο ''Κοντά στη δόξα μια στιγμή'' θα συμπεριλάβει το τραγούδι ''Ερωτικό" σε ερμηνεία της Ελευθερίας Αρβανιτάκη. Το ποίημα αναφέρεται στον ανεκπλήρωτο έρωτα του ποιητή για τον Κώστα Γκίκα, του οποίου το όνομα βγαίνει από την ακροστιχίδα του ποιήματος. Επίσης, η Αρβανιτάκη έχει ερμηνεύσει ακόμα ένα μελοποιημένο ποίημά του το ''Σαν αεράκι'' του συνθέτη Μανώλη Παππά.
Πρόσφατη μελοποίηση ποιημάτων του Λαπαθιώτη έγινε από το συνθέτη και στιχουργό Κώστα Λειβαδά, ο δίσκος του ''Γραμμένο με κόκκινο'' που κυκλοφόρησε το 2013 περιλαμβάνει τα ποιήματα ''Langueur d’ amour'' που ερμηνεύεται από τον ίδιο και ''Τοπίο χειμωνιάτικο'' από τον Γιώργο Ρωμανό.
Γιώργος Καψάλης
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(
Atom
)
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου