Παρασκευή 28 Μαρτίου 2014

Επί Ασπαλάθων

Ο Γιώργος Σεφέρης θεωρείται από τους κορυφαίους ποιητές της νεότερης Ελλάδας. Το 1963 βραβεύτηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία Επιστημών. Η ανακοίνωση της βράβευσής του έγινε την Πέμπτη 24 Οκτωβρίου ενώ η επίσημη απονομή στις 10 Δεκεμβρίου στη Στοκχόλμη. Σύμφωνα με τα αρχεία της επιτροπής, ο Σεφέρης προτάθηκε επίσημα το 1963 από τον Johnson, ενώ είχε προταθεί άλλες δύο φορές, το 1955 και το 1961 από τον Τόμας Στερνς Έλιοτ. Η επιλογή του, μεταξύ 80 υποψηφίων από όλο τον κόσμο, είχε την υποστήριξη όλων των μελών της Επιτροπής, με εξαίρεση ενός μέλους ο οποίος θεωρούσε πως το έργο του Σάμουελ Μπέκετ -βραβεύτηκε με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1969- είχε πιο θετική αποτίμηση από εκείνο του Σεφέρη. Ο Σεφέρης επικράτησε στην τελική ψηφοφορία του Άγγλου ποιητή Ουίσταν Ώντεν και του Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα, ο οποίος βραβεύτηκε με το ίδιο βραβείο το 1971. Ο γραμματέας της επιτροπής, Österlund, υποστήριξε πως η επιλογή Σεφέρη υπήρξε μια ευκαιρία να αποδώσουν έναν θαυμάσιο φόρο τιμής στη σύγχρονη Ελλάδα, μια γλωσσική περιοχή που περίμενε πάρα πολύ καιρό για μια βράβευση σε αυτό το επίπεδο. Εξάλλου η βράβευση ήρθε σε μία πολύ δύσκολη στιγμή για την Ελλάδα, εξαιτίας της πολιτικής δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη. Μαζί με τον Ελύτη αποτελούν τους μοναδικούς  Έλληνες ποιητές που έχουν λάβει το συγκεκριμένο Βραβείο.

Μία μέρα σαν κι αυτή το 1969, αποφασίζει να μιλήσει ανοιχτά κατά της Χούντας των συνταγματαρχών. Μαγνητοφωνεί τη δήλωσή του και την παραδίδει προς δημοσίευση. Η κασέτα φτάνει λαθραία στο Λονδίνο, μεταδίδεται την ίδια ακριβώς μέρα από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC και παράλληλα από το ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και τη Ντόιτσε Βέλε. 

Η δήλωση του ποιητή όπως ήταν λογικό ενόχλησε τους Χουντικούς, που δεν περίμεναν την τοποθέτηση αυτή, ούτε φυσικά και την αναπαραγωγή της από τόσους πολλούς ευρωπαϊκούς σταθμούς. Η αντίδρασή τους ήταν άμεση, ο Πιπινέλης του στέλνει μία τρισέλιδη επιστολή που μέσα στα άλλα αναφέρει, πως η δήλωσή του είχε μεταδοθεί από τη σοβιετική ραδιοφωνία και αυτό ισούται με αντεθνική προπαγάνδα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να του αφαιρεθεί ο τίτλος του πρέσβη επί τιμή, όπως και το δικαίωμα της χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου. Επιπλέον τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης εξαπολύουν βαρύτατους χαρακτηρισμούς εναντίον του. Τα έντυπα τον παρουσιάζουν κρυφοκομμουνιστή, εντολοδόχο επί χρήμασι ξένων Κυβερνήσεων και πως πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ. 

Το κείμενο της δήλωσης Σεφέρη όπως μεταδόθηκε: 
Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.

    Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ως τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτοια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίευσα ως τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιεύει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
    Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:
    Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.
    Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.
    Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
    Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.
    Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω.

Η επόμενη καταγγελία του Σεφέρη προς το καθεστώς της Χούντας θα γίνει δύο χρόνια αργότερα, με ένα ποίημα. Το ποίημα αυτό θα αποτελέσει και το κύκνειο άσμα του, καθώς λίγους μήνες αργότερα θα αφήσει την τελευταία πνοή στο Νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Το ποίημα αυτό γράφτηκε στις 31 Μαρτίου 1971.

Επί Ασπαλάθων
Ήταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού
πάλι με την άνοιξη.
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα τους βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη ...

Γαλήνη.
- Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αρδιαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη στου μυαλού τ' αυλάκια·
τ' όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
«Τον έδεσαν χειροπόδαρα» μας λέει
«τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι».

Έτσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αρδιαίος ο πανάθλιος Τύραννος.

Ο Σεφέρης, την ημέρα της 25 Μαρτίου, επέλεξε να επισκεφθεί το Σούνιο κι όχι την πομπώδη παρέλαση που ετοίμασαν οι συνταγματάρχες για να προπαγανδίσουν το γεγονός. Παρατηρώντας τους ασπαλάθους του ήρθε στη μνήμη ένα χωρίο από την Πολιτεία του Πλάτωνα (Πολιτεία 614 κ.ε.). Ο Αρδιαίος ήταν τύραννος σε μία πόλη της Παμφυλίας, για να πάρει την εξουσία σκότωσε τον πατέρα και τον αδερφό του. Με τον θάνατό του ακολουθούσε και η παραδειγματική τιμωρία του. Όταν εξέτισε την ποινή που επιβαλλόταν στους άδικους και ετοιμαζόταν να βγει στο φως το στόμιο δεν τον δέχτηκε αλλά έβγαζε ένα μουγκρητό, την ίδια ώρα άντρες άγριοι και όλο φωτιά που βρίσκονταν εκεί και ήξεραν τι σημαίνει αυτό το μουγκρητό, τον Αρδιαίο και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν τα χέρια και τα πόδια και το κεφάλι, αφού τους έριξαν κάτω και τους έγδαραν, άρχισαν να τους σέρνουν έξω από το δρόμο και να τους ξεσκίζουν επάνω στ’ ασπαλάθια και σε όλους όσοι περνούσαν από εκεί εξηγούσαν τις αιτίες που τα παθαίνουν αυτά και έλεγαν πως τους πηγαίνουν να τους ρίξουν στα Τάρταρα». ( Πολιτεία 616).

Η εικόνα του τυράννου που γδέρνεται ζωντανός και κατόπιν ξεσκίζεται πάνω στα αγκάθια των ασπαλάθων, είναι εξαιρετικά βίαιη και αποκαλύπτει την ένταση της οργής που αισθάνεται ο ποιητής. Η τιμωρία που επιβλήθηκε στον Αρδιαίο μοιάζει ιδανική για τους ανθρώπους που στέρησαν την ελευθερία στους Έλληνες. Η πολύχρονη δικτατορία έχει συσσωρεύσει στην ψυχή του ποιητή μια οργή, που το ξέσπασμά της έρχεται από στιγμή σε στιγμή. Με το παράδειγμα του τυράννου της Παμφυλίας, ο Σεφέρης ελπίζει σε ανάλογη τιμωρία των σύγχρονων τυράννων, για να καταλάβουν πόσο επώδυνο και βασανιστικό είναι να στερείς την ελευθερία σε κάποιον. Που να φανταζόταν, σαράντα χρόνια μετά, πως ''οι νοσταλγοί'' τους θα έμπαιναν στη Βουλή.  


Γιώργος Καψάλης


    


Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου